- αγλαωψ
- ἀγλαώψἀγλα-ώψ-ῶπος adj. со сверкающим взором, т.е. сверкающий, яркий
(πεύκη Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πεύκη Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αγλαώψ — ἀγλαώψ ( ῶπος), ο, η (θηλ. και ἀγλαῶπις) (Α) 1. αυτός που έχει λαμπερά, φωτεινά μάτια 2. λαμπερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + ὤψ] … Dictionary of Greek
ἀγλαῶπι — ἀγλαώψ bright eyed masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… … Dictionary of Greek